ιαπωνικός

ιαπωνικός
η , ό[ν] японский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιαπωνικός" в других словарях:

  • ιαπωνικός — ή, ό και γιαπωνέζικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιαπωνία ή στους Ιάπωνες, αυτός που προέρχεται από την Ιαπωνία («ιαπωνικός στόλος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ιαπωνικά ή τα γιαπωνέζικα η ιαπωνική γλώσσα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ιαπωνικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την Ιαπωνία: Ιαπωνική βιομηχανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμίδα ή Αμίντα — Ιαπωνικός τύπος του ινδικού θεού Αμιτάμπχ (που σημαίνει απροσμέτρητο φως). Η λατρεία του εμφανίστηκε τον 1o αι. π.Χ. στην Ινδία και έχει άμεση σχέση με την ινδοευρωπαϊκή ηλιακή θρησκευτική παράδοση. Στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • μπέρι-μπέρι — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από έλλειψη της βιταμίνης Β1 και εκδηλώνεται με διαταραχές του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα), του πεπτικού (ανορεξία και δυσκοιλιότητα) και του καρδιοαναπνευστικού (κυκλοφορική ανεπάρκεια). Προέρχεται από τη… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • πετασίτης — (petasites). Φυτό ποώδες, της οικογένειας των Συνθέτων. Αριθμεί περίπου 20 είδη, τα οποία ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι π. έχουν μεγάλα, πλατιά φύλλα και άνθη σε τσαμπιά. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί ο π. το υβρίδιο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»